- ντιστεγκές
- οάκλ.1. αυτός που έχει ευπρεπή, κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους, κομψευόμενος νέος2. ειρων. αυτός που προσποιείται ότι έχει λεπτούς τρόπους, που έχει επιτηδευμένα λεπτούς τρόπους3. (ως επίρρ.) ντιστεγκέχαριτωμένα, κομψά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. distingue «διακεκριμένος, εκλεκτός, εξαίρετος» < λατ. distinguo «διακρίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.